Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

gymnastique στα ελληνικά
gymnastique
λέγεται
ζιμναστίκ
.
gymnastique
σημαίνει στα ελληνικά
γυμναστική
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- gymnastique au lit / kinesthérapie des alités : γυμναστική επι κλίνης
- gymnastique périnéale : γυμναστική του περινέου
- chausson de gymnastique : αθλητικά παπούτσια
- gymnastique pour malade : φυσιοθεραπεία ασθενών
- gymnastique du nourrisson : γυμναστική βρεφών
- gymnastique de compensation : γυμναστική για την διόρθωση σωματικών βλαβών
- gymnastique durant la pause : γυμναστική κατά την διάρκεια της διακοπής
- appareil de gymnastique médicale : συσκευή θεραπευτικής γυμναστικής
- appareil de gymnastique respiratoire de Giebel : συσκευή αναπνευστικής γυμναστικής του Giebel
Subscribe
0 Comments


