Εφαρμογή του

habilitation στα ελληνικά
habilitation
λέγεται
αμπιλιτασιόν
.
habilitation
σημαίνει στα ελληνικά
ικανότητα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- habilitation : εξουσιοδότηση
- habilitation : άδεια
- habilitations : διαδικασίες εξουσιοδότησης
- loi de délégation / loi d'habilitation : νόμος για την έκδοση κατ ουσίαν νομοθετικών διατάξεων από την εκτελεστική λειτουργία
- porte de permission / porte d'habilitation : πύλη ελέγχου / επιτρέπουσα πύλη
- CHSP / certificat d'habilitation de sécurité du personnel : ΠΕΑΠ / πιστοποιητικό ελέγχου ασφαλείας προσωπικού
- HSP / habilitation de sécurité : ΕΑΠ / εξουσιοδότηση ασφαλείας προσωπικού
- HSE / habilitation de sécurité d'établissement : εξουσιοδότηση ασφάλειας φορέα
- clause d'habilitation : ρήτρα εξουσιοδότησης
- procédure d'habilitation : διαδικασία εξουσιοδότησης
Subscribe
0 Comments