Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

habiliter στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
habiliter
λέγεται
αμπιλιτέ
.
habiliter
σημαίνει στα ελληνικά
είμαι σε θέση / κάνω αρμόδιο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • habiliter : εξουσιοδοτώ
  • banque agréée / banque habilitée : εξουσιοδοτημένη τράπεζα
  • AHCC / autorité habilitée à conclure des contrats d'engagement : ΑΑΣΣΠ / Αρμόδια Αρχή για τη Σύναψη των Συμβάσεων Πρόσληψης
  • agent habilité : εγκεκριμένο μεταφορικό γραφείο
  • AHCC / Autorité habilitée à conclure les contrats d'engagement : ΑΑΣΣ / Αρχή Αρμόδια για τη Σύναψη Συμβάσεων πρόσληψης
  • personne habilitée : εξουσιοδοτημένο άτομο
  • vétérinaire habilité : εξουσιοδοτημένος κτηνίατρος
  • utilisateur habilitant : εξουσιοδοτών χρήστης
  • capacités habilitantes : ενδυναμωτικές ικανότητες
  • visa de l'instance habilitée : θεώρηση της αρμόδιας αρχής

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments