Εφαρμογή του

habitation στα ελληνικά
habitation
λέγεται
αμπιτασιόν
.
habitation
σημαίνει στα ελληνικά
κατοικία / κατοίκηση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- habitation : κατοικία
- domicile / résidence : διαμονή / κατοικία
- local d'habitation / unité d'habitation : οικιακή μονάδα / μονάδα κατοικίας
- navette / trafic pendulaire : κυκλοφορία χρηστών / μετακινήσεις μεταξύ κατοικίας και εργασίας
- emménagements / local d'habitation : χώροι ενδιαίτησης
- maison solaire / habitation solaire : ηλιακή οικία / ηλιακό σπίτι
- maison solaire / habitation solaire : ηλιακή κατοικíα
- maison passive : παθητική κατοικία
- maison ouvrière / logement ouvrier : εργατική κατοικία
Subscribe
0 Comments