Εφαρμογή του

habitude στα ελληνικά
habitude
λέγεται
αμπιτύντ
.
habitude
σημαίνει στα ελληνικά
συνήθεια / d’ habitude συνήθως
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- habitude de fumer : κάπνισμα
- habitudes de fumer : συνήθειες καπνίσματος
- habitude aux drogues : εθισμός σε φάρμακα
- formation d'habitudes : δημιουργία έξεων / δημιουργία συνηθειών
- habitudes alimentaires : συνήθειες διατροφής
- habitudes alimentaires : συνήθεια κατανάλωσης τροφίμων
- habitudes alimentaires : διατροφικές συνήθειες
- habitude de prescription : συνήθειες σχετικά με τη χορήγηση ιατρικών συνταγών
- habitudes de consommation : καταναλωτικές συνήθειες
Subscribe
0 Comments