Εφαρμογή του

hachée στα ελληνικά
hachée
λέγεται
ασέ
.
hachée
σημαίνει στα ελληνικά
viande hachée κιμάς
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- copeau / éclisse : τσιπ / ροκανίδι
- hâchage / réponse hachée : ψαλιδισμός
- hacher : γραμμοσκιάζω
- hache : τσεκούρι
- coupé / haché : τεμαχισμένος
- hache : πέλεκυς τεμαχισμού
- pic-hache : κασμάς
- hache-foin : μηχανή για τον τεμαχισμό του σανού
- hache-herbe : τεμαχιστής χόρτου
- hache-viande / hachoir à viande : μηχανή κιμά κρέατος / συσκευή αλέσματος κρεάτων
Subscribe
0 Comments