Εφαρμογή του

haleine στα ελληνικά
haleine
λέγεται
αλέν
.
haleine
σημαίνει στα ελληνικά
χνότα / πνοή / ανάσα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- haleine : απόπνοια / εκπνεόμενος υδρατμός
- halitose / mauvaise haleine : δύσοσμη απόπνοια
- alcootest / éthylotest : συσκευή αλκοτέστ
- haleine saturnine : απόπνοια μολύβδου
- ouvrage de longue haleine : μακρύ έργο / πολύπονο έργο
- produit pour parfumer l'haleine : προϊόν για τον αρωματισμό της αναπνοής
Subscribe
0 Comments