Εφαρμογή του

harcèlement στα ελληνικά
harcèlement
λέγεται
αρσελμάν
.
harcèlement
σημαίνει στα ελληνικά
σφυροκόπημα / καταιγισμός / επιμονή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- harcèlement : παρενόχληση
- traque furtive : επίμονη παρακολούθηση
- harcèlement moral : ηθική παρενόχληση
- cyberharcèlement / cyberintimidation : κυβερνοεκφοβισμός (Preferred) / διαδικτυακός εκφοβισμός
- harcèlement sexuel / comportement intempestif à connotation sexuelle : σεξουαλική παρενόχληση / ανεπιθύμητη σεξουαλική προσοχή
- gaz de harcèlement : παρενοχλητική ουσία,ουσία για τον έλεγχο ταραχών
- harcèlement racial : φυλετικές διακρίσεις
- harcèlement à l'école / harcèlement entre élèves : σχολικός εκφοβισμός
- harcèlement au travail / harcèlement sur le lieu de travail : παρενόχληση στο χώρο εργασίας
Subscribe
0 Comments