Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

harnais στα ελληνικά
harnais
λέγεται
αρνέ
.
harnais
σημαίνει στα ελληνικά
χάμουρα / ζώνη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- harnais / système de retenue : σύστημα συγκράτησης / συσκευή για την απόσβεση των κραδασμών
- harnais : ιμάντας / ιμάντας πρόσδεσης
- harnais : σαγή
- harnais : εξάρτυση
- harnais / harnais anti-chute : συσκευή ασφαλείας για αναρτήσεις
- harnais : οπλισμός
- harnais / harnachement : σαγή / ζέψιμο
- harnais : ζώνη τύπου σαγής
- harnais / renvoi d'engrenages : ενδιάμεσο σύστημα οδοντοτροχών / δορυφορικό σύστημα οδοντοτροχών
- arcade / câblé de harnais : κορδόνι μιταριών ζακάρ
Subscribe
0 Comments


