Εφαρμογή του

harpon στα ελληνικά
harpon
λέγεται
αρπόν
.
harpon
σημαίνει στα ελληνικά
καμάκι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- harpon : καμάκι
- HAR / harpons : καμάκι
- canon-harpon / canon lance-harpon : εκτοξευτήρας καμακιών
- harpon à main : καμάκι που εκτοξεύεται με το χέρι
- harpon à main : καμάκι χειρός
- canon-harpon : εκτοξευτήρας καμακιών
- pêche au harpon : ψαροντούφεκο
- fusil lance-harpons : τουφέκι για εκτόξευση καμακιών
- harpon lancé au canon : καμάκι που εκτοξεύεται με πυροβόλο / δελφινιέρα που εκτοξεύεται με πυροβόλο
- harpon lancé au fusil : καμάκι που εκτοξεύεται με τουφέκι
Subscribe
0 Comments