Εφαρμογή του

hébétude στα ελληνικά
hébétude
λέγεται
εμπετύντ
.
hébétude
σημαίνει στα ελληνικά
αποβλάκωση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- hébétude : βλακεία / αδράνεια
- hébétude / obtusion : βραδύνοια / διανοητική απάμβλυνση
Subscribe
0 Comments