Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

hériter στα ελληνικά
hériter
λέγεται
εριτέ
.
hériter
σημαίνει στα ελληνικά
κληρονομώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- hériter : κληρονομώ
- charge du passé / charge héritée du passé : βάρη του παρελθόντος / περιβαλλοντική ζημιά που προκλήθηκε στο παρελθόν
- indigne d'hériter / indigne de succéder : ανάξιος κληρονόμος
- capacité d'hériter / capacité de succéder : ιδιότητα κληρονόμου / κληρονομική ικανότητα
- charge héritée du passé : υποχρεώσεις απότοκοι του παρελθόντος
- dettes héritées du passé / dette contractée dans le passé : παρελθόν χρέος / χρέη που οφείλονται στην αυθαιρεσία που χαρακτήριζε το προηγούμενο σύστημα
- réseau hydrographique hérité : κληρονομηθέν υδρογραφικόν δίκτυον
Subscribe
0 Comments


