Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

hermétique στα ελληνικά
hermétique
λέγεται
ερμετίκ
.
hermétique
σημαίνει στα ελληνικά
ερμητικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- hermétique / étanche à l'air : αεροστεγής / ερμητικά κλειστός
- joint hermétique : στεγανή σφράγιση
- machine hermétique : στεγανή μηχανή
- cabine hermétique : αεροστεγής θάλαμος
- stockage hermétique : ερμητική αποθήκευση
- fermeture hermétique : αεροστεγές πώμα
- lunettes hermétiques / lunettes masques hermétiques : ειδικά ερμητικά γυαλιά προστασίας
- récipient hermétique : δοχείο που να κλείνει ερμητικά
- connecteur hermétique : ερμητικό βύσμα
- scellement hermétique : σφράγισμα ερμητικό
Subscribe
0 Comments


