Εφαρμογή του

homosexuel στα ελληνικά
homosexuel
λέγεται
ομοσεξυέλ
.
homosexuel
σημαίνει στα ελληνικά
ομοφυλόφιλος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- homosexuel : ομοφυλόφιλος / γκέι
- Association internationale gay et lesbienne / ILGA : Διεθνής Ένωση Λεσβιών και Ομοφυλοφίλων
- parent homosexuel : ομοφυλόφιλος γονέας
- union homosexuelle : ένωση μεταξύ ομοφυλόφιλων / ένωση μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου
- mariage homosexuel : γάμος ομοφύλων / γάμος μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου
Subscribe
0 Comments