Εφαρμογή του

horizon στα ελληνικά
horizon
λέγεται
οριζόν
.
horizon
σημαίνει στα ελληνικά
ορίζοντας
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- horizon / horizon de capital : κεφαλαιακός ορίζοντας
- horizon : ορίζων
- horizon / plan de référence : επίπεδο αναφοράς
- zone / horizon : ορίζων
- HORIZON / Initiative communautaire concernant les personnes handicapées et certains groupes défavorisés : HORIZON / Κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με τα άτομα με ειδικές ανάγκες και ορισμένες μειονεκτούσες ομάδες
- HORIZON / initiative communautaire concernant les personnes handicapées et certains groupes défavorisés : HORIZON / κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με τα άτομα με ειδικές ανάγκες και ορισμένες μειονεκτούσες ομάδες
- horizon : oρίζων
- 7e PAE / 7e programme d’action pour l’environnement : 7o πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον / γενικό ενωσιακό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον έως το 2020 «Ευημερία εντός των ορίων του πλανήτη μας»
- horizon B : ορίζων B
Subscribe
0 Comments