Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

huile στα ελληνικά
huile
λέγεται
υίλ
.
huile
σημαίνει στα ελληνικά
λάδι / έλαιο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- huile / graisse : λιπαντικό / λιπαντικός παράγοντας
- huile : λάδι / έλαιο
- huile : λάδι / έλαιον
- huile / huile de cannabis : χασισέλαιο
- huile / carburant : υγρό καύσιμο
- E900 / diméthyl silicone : Ε900 / διμεθυλοπολυσιλοξάνιο
- palme / huile de palme : φοινικέλαιο / λάδι φοίνικα
- AIHO / Accord international sur l'huile d'olive : Διεθνής Συμφωνία του ελαιολάδου
- gasoil / gazole : πετρέλαιο εσωτερικής καύσης
- dope / additif préparé de lubrification : παρασκευασμένο πρόσθημα λιπάνσεως / παρασκευασμένο πρόσθημα για βαριά ορυκτά έλαια
Subscribe
0 Comments


