Εφαρμογή του

identique στα ελληνικά
identique
λέγεται
ινταντίκ
.
identique
σημαίνει στα ελληνικά
ολόιδιος / απαράλλακτος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- identique : πανομοιότυπος
- sister ship / bateau jumeau : αδελφό πλοίο
- jumeaux monozygotes / vrais jumeaux : μονωικά δίδυμα / μονοζυγωτικά δίδυμα
- outil identique : όμοιο εργαλείο
- normes identiques : ταυτόσημα πρότυπα
- équation identique : Ταυτοτική εξίσωση
- opérateur d'identité / opérateur IDENTIQUE A : τελεστής ΟΜΟΙΟΣ ΜΕ
- marchandises identiques : πανομοιότυπα εμπορεύματα
- alignement à l'identique : απόλυτη ευθυγράμμιση
- alignement à l'identique : προσφορά ακριβώς ίδιων όρων
Subscribe
0 Comments