Εφαρμογή του

îlot στα ελληνικά
îlot
λέγεται
ιλό
.
îlot
σημαίνει στα ελληνικά
νησάκι / νησίδα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- îlot / refuge : νησίδα πεζών
- îlot : διοχετευτική νησίς
- îlot : σχηματισμός "νησιού"
- îlot : οικοδομικό τετράγωνο
- îlot : οικοδομικό τετράγωνο / Ο.Τ.
- îlot / refuge : νησίδα συγκοινωνίας
- ilôt : συγκρότημα περιπτέρων
- nez / musoir : άκρο νησίδας
- ilôtage / fonctionnement en ilôt : αυτόνομη λειτουργία / απομονωμένη λειτουργία
Subscribe
0 Comments