Εφαρμογή του

immédiatement στα ελληνικά
immédiatement
λέγεται
ιμεντιατμάν
.
immédiatement
σημαίνει στα ελληνικά
αμέσως
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- congédier sans préavis / licencier sans préavis : απολύω με άμεση καταγγελία / απολύω με άτακτη καταγγελία
- S26 / en cas de contact avec les yeux, laver immédiatement et abondamment avec de l'eau et consulter un spécialiste : Σ26 / σε περίπτωση επαφής με τα μάτια πλύνετε αμέσως με άφθονο νερό και ζητήστε ιατρική συμβουλή
- S27 / enlever immédiatement tout vêtement souillé ou éclaboussé : Σ27 / αφαιρέστε αμέσως όλα τα ενδύματα που έχουν μολυνθεί
- S28 / après contact avec la peau, se laver immédiatement et abondamment avec ... (produits appropriés à indiquer par le fabricant) : Σ28 / σε περίπτωση επαφής με το δέρμα,πλύνετε αμέσως με άφθονο....(το είδος του υγρού καθορίζεται από τον κατασκευαστή)
- S45 / en cas d'accident ou de malaise, consulter immédiatement un médecin (si possible, lui monerer l'étiquette) : Σ45 / σε περίπτωση ατυχήματος ή αν αισθανθείτε αδιαθεσία,ζητήστε αμέσως ιατρική συμβουλή(δείξτε την ετικέτα όπου αυτό είναι δυνατό)
- S46 / en cas d'ingestion, consulter immédiatement un médecin, et lui montrer l'emballage ou l'étiquette : Σ46 / σε περίπτωση καταπόσεως,να ζητηθεί αμέσως ιατρική συμβουλή και να επιδειχθεί το δοχείο ή η ετικέτα
- montant immédiatement exigible : ποσό άμεσα καταβλητέο
- ensemble immédiatement supérieur : επόμενο ανώτερο συγκρότημα
- Consulter immédiatement un médecin. / MUL : Συμβουλευθείτε / Επισκεφθείτε αμέσως γιατρό.
- ordonnance immédiatement exécutoire : Διάταξη αμέσως εκτελεστή
Subscribe
0 Comments