Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

immerger στα ελληνικά
immerger
λέγεται
ιμερζέ
.
immerger
σημαίνει στα ελληνικά
καταδύω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tremper / immerger : επιχρίω με εμβάπτιση
- immergé : βυθισμένος
- seuil / mur immergé : υπογέφυρα / Bυθισμένο φράγμα
- lit immergé / lit de contact immergé : αεριστήρας επαφής
- pompe noyée / pompe immergée : καταδυόμενη κατακόρυφη αντλία
- pompe immergée : υποβρύχια αντλία
- pompe immergée : υποβρύχια αντλία γεωτρήσεως
- pompe immergée : αντλία βαθέων φρεάτων
- groupe immergé / groupe submersible : βυθιζόμενη αντλία
- volume immergé / volume de carène : όγκος τρόπιδος / όγκος βυθίσματος
Subscribe
0 Comments


