Εφαρμογή του

impair στα ελληνικά
impair
λέγεται
ενπέρ
.
impair
σημαίνει στα ελληνικά
μονός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- impair : άζυγος / άνισος
- côté impair : γραμμή κατερχόμενων αμαξοστοιχιών
- sens impair : κατεύθυνση κατερχόμενων αμαξοστοιχιών
- train impair / train descendant : περιττή αμαξοστοιχία / κατερχόμενη αμαξοστοιχία
- voie impaire / voie descendante : γραμμή περιττού αριθμού / γραμμή κατερχομένων αμαξοστοιχιών
- trame impaire : περιττό πλαίσιο
- parité impaire : μονή ισοτιμία
- impulsion impaire : περιττός παλμός
- longueurs impaires : ζυγά μήκη
- nombre impair des juges : περιττός αριθμός δικαστών
Subscribe
0 Comments