Εφαρμογή του

imparfait στα ελληνικά
imparfait
λέγεται
ενπαρφέ
.
imparfait
σημαίνει στα ελληνικά
ελλειπής / με ατέλειες / παρατατικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- imparfait : ατελής / ελλιπής
- ostéogénèse imparfaite / ostéopsathyrose : ατελής οστεογένεση / ατελής οστεογένεση τύπου Ι
- maladie de Vrolik / syndrome de Vrolik : ατελής οστεογένεση τύπου ΙΙ
- levure imparfaite : ατελής ζύμη
- cristal imparfait : ατελής κρύσταλλος
- débogage imparfait : ελλιπής διόρθωση λαθών
- substitut imparfait : ατελές υποκατάστατο
- structure imparfaite : ατελής δομή
- concurrence imparfaite : ατελής ανταγωνισμός
- réseau de Clos imparfait : δικτύωμα υπο-Κλος
Subscribe
0 Comments