Εφαρμογή του

impayé στα ελληνικά
impayé
λέγεται
ενπεγέ
.
impayé
σημαίνει στα ελληνικά
απλήρωτος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- impayées : οφειλόμενα ποσά
- effet impayé : ανεξόφλητο γραμμάτιο
- impôt impayé : ληξιπρόθεσμος φόρος / μη καταβληθείς φόρος
- impayés d'impôt / impôts arriérés : καθυστερημένοι φόροι / μη καταβεβλημένοι φόροι
- recouvrement des impôts impayés : είσπραξη μη καταβεβλημένων φόρων
Subscribe
0 Comments