Εφαρμογή του

impératif στα ελληνικά
impératif
λέγεται
ενπερατίφ
.
impératif
σημαίνει στα ελληνικά
επιτακτικός / προστακτική / επιταγή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- impératif : επιτακτικός
- impératif : αναγκαστικός
- jus cogens / droit impératif : αναγκαστικό δίκαιο
- impérative : (Μ) / υποχρεωτικός
- droit strict / droit coërcitif : αναγκαστικό δίκαιο
- SSRS / énoncé des impératifs de sécurité propres à un système : SSRS / δήλωση απαιτήσεων ασφαλείας ανταποκρινόµενων στο ιδιαίτερο σύστηµα
- SSRS / énoncé des impératifs de sécurité propres à un système : SSRS / Δήλωση για τις ειδικές για το κάθε σύστημα απαιτήσεις
- block impératif : απόλυτο τμήμα
- mandat impératif : επιτακτική εντολή
- norme impérative : αναγκαστικός κανόνας
Subscribe
0 Comments