Εφαρμογή του

impérieux στα ελληνικά
impérieux
λέγεται
ενπεριέ
.
impérieux
σημαίνει στα ελληνικά
επιβλητικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- besoin impérieux : επιτακτική ανάγκη
- besoins impérieux : επιτακτικές ανάγκες
- motifs impérieux : επιτακτικοί λόγοι
- raisons impérieuses : λόγοι ανάγκης / επιτακτικοί λόγοι
- nécessité impérieuse : επιτακτική ανάγκη
- incontinence impérieuse : επιτακτική ακράτεια
- raison pédagogique impérieuse : επιτακτικοί εκπαιδευτικοί λόγοι
- raison impérieuse de sécurité publique : επιτακτικός λόγος δημόσιας ασφάλειας
- congé sans rémunération pour des motifs impérieux d'ordre personnel : άδεια χωρίς αποδοχές για σοβαρούς προσωπικούς λόγους
Subscribe
0 Comments