Εφαρμογή του

implosion στα ελληνικά
implosion
λέγεται
ενπλοζιόν
.
implosion
σημαίνει στα ελληνικά
ενδοέκρηξη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- implosion : κατεδάφιση με υπονόμευση
- implosion : έκρηξη
- implosion : ρήξη προς τα μέσα
- implosion : γοργή σύμπτυξη
- bombe à vide / bombe à implosion : θερμοβαρική βόμβα
- tube en implosion / tube en effondrement : σωλήνας σε ενδόρηξη / κατακρήμνιση του σωλήνα
- vitesse d'implosion : ταχύτητα ενδόρηξης
- géométrie d'implosion : γεωμετρία ενδόρηξης / γεωμετρία εσωτερικής κατάρευσης
- implosion reproductible : αναπαραγόμενη ενδόρηξη
- implosion gravitationnelle / effondrement gravitationnel : βαρυτική ενδόρηξη / βαρυτική κατακρήμνιση
Subscribe
0 Comments