Εφαρμογή του

imposer στα ελληνικά
imposer
λέγεται
ενποζέ
.
imposer
σημαίνει στα ελληνικά
φορολογώ / επιβάλλω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- taxer / imposer : φορολογώ / επιβάλλω φόρο
- imposer : σελιδοποιώ
- décote / dépréciation : κούρεμα πιστωτών / απομείωση του χρέους
- saut forcé / saut imposé : σταθερή διακοπή / αμετάβλητη διακοπή
- menu imposé : επιβεβλημένος κατάλογος επιλογών
- prix imposé / prix administré : κατευθυνόμενη τιμή
- prix imposé : επιβαλλόμενη τιμή
- mariage forcé (Preferred) / mariage imposé : καταναγκαστικός γάμος / εξαναγκαστικός γάμος (Admitted)
- prix imposé / prix contrôlé : προκαθορισμένη τιμή
- date imposée : επιβαλλόμενη ημερομηνία
Subscribe
0 Comments