Εφαρμογή του

imprévu στα ελληνικά
imprévu
λέγεται
ενπρεβύ
.
imprévu
σημαίνει στα ελληνικά
απρόοπτος / ξαφνικός / απρόοπτο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- imprévu / éventualité : συμπτωματικό περιστατικό
- MSIN / mort du berceau : αιφνίδιος θάνατος βρεφών
- faux-frais / frais divers : παρεπόμενα έξοδα / συναφείς δαπάνες
- libre accès / accès imprévu : random access / άμεση πρόσβαση
- fin anormale / fin imprévue : ανώμαλο σταμάτημα
- réserve aléas / réserve pour imprévus : περιθώριο για απρόβλεπτα / αποθεματικό για απρόβλεπτα
- arrêt imprévu : απρόβλεπτη αναστολή
- marge pour imprévus : περιθώριο για απρόβλεπτες ανάγκες
- dépenses imprévues : απρόβλεπτα έξοδα
- émission "en l'air" / émission "à l'imprévu" : τυφλή εκπομπή
Subscribe
0 Comments