Εφαρμογή του

imprimer στα ελληνικά
imprimer
λέγεται
ενπριμέ
.
imprimer
σημαίνει στα ελληνικά
τυπώνω / εκτυπώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- imprimer : τυπώνω
- imprimer : ασταρώνω / προχρωματίζω
- imprimer : τυπώνω / εκτυπώνω
- colophon / souscription : κολοφώνας / βιβλιογραφικές πληροφορίες
- colophon / achevé d'imprimé : βιβλιογραφικά στοιχεία βιβλίου
- imprimés : έντυπο / έντυπο υλικό
- imprimé : έντυπο
- à un tour / à cylindre : τυπογραφική μηχανή τύπου "εν λευκώ"
- éditeur / générateur d'états imprimés : γεννήτρια αναφορών
- imprimé : έντυπο / έντυπος
Subscribe
0 Comments