Εφαρμογή του

improductif στα ελληνικά
improductif
λέγεται
ενπροντυκτίφ
.
improductif
σημαίνει στα ελληνικά
μη παραγωγικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- improductif : αντιπαραγωγικός
- prêt improductif / prêt non rentable : μη εξυπηρετούμενο δάνειο / δάνειο που δεν εξυπηρετείται
- actif improductif : μη αποδοτικό περιουσιακό στοιχείο
- argent improductif : αδρανούντα κεφάλαια / λιμνάζοντα κεφάλαια
- fonds improductifs : μη παραγωγικά κεφάλαια
- capital improductif / capacité de production inemployée : μη παραγωγικό κεφάλαιο / αργούν παραγωγικό δυναμικό
- ouvrage improductif : μη παραγωγικόν έργον
- période improductive d'un procédé : αντιπαραγωγική περίοδος μιας διαδικασίας
Subscribe
0 Comments