Εφαρμογή του

improviser στα ελληνικά
improviser
λέγεται
ενπροβιζέ
.
improviser
σημαίνει στα ελληνικά
αυτοσχεδιάζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- rap session / séance improvisée : άτυπη σύνοδος / άτυπη συνεδρίαση
- EEI / engin explosif improvisé : IED / αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός
- lutte contre les EEI / lutte contre les engins explosifs improvisés : καταπολέμηση των αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών
- EEI sous véhicule / engin explosif improvisé sous véhicule : UVIED / αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός εφαρμοζόμενος κάτω του οχήματος
- EEI placé dans un véhicule suicide / engin explosif improvisé placé dans un véhicule suicide : αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός σε παγιδευμένο όχημα
Subscribe
0 Comments