Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

improviste (à l’) στα ελληνικά
improviste (à l’)
λέγεται
αλενπροβίστ
.
improviste (à l’)
σημαίνει στα ελληνικά
απρόοπτα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
