Εφαρμογή του

inaccessible στα ελληνικά
inaccessible
λέγεται
ιναξεσίμπλ
.
inaccessible
σημαίνει στα ελληνικά
απρόσιτος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- point inaccessible : απρόσιτο σημείο
- numéro inaccessible : ανεπίτευκτος αριθμός
- signal d'impossibilité / signal de numéro inaccessible : σήμα αδυναμίας προώθησης κλήσης / σήμα για αριθμό με αδυναμία πρόσβασης
- mine scellée et inaccessible : σφραγισμένο και απροσπέλαστο ορυχείο
- tonalité d'abonné inaccessible : τόνος ανύπαρκτου αριθμού
- zone inaccessible dans les conditions normales d'exploitation : περιοχή μη προσπελάσιμη κατά την ομαλή λειτουργία της εγκαταστάσεως
Subscribe
0 Comments