Εφαρμογή του

inaptitude στα ελληνικά
inaptitude
λέγεται
ιναπτιτύντ
.
inaptitude
σημαίνει στα ελληνικά
ανικανότητα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- inaptitude au travail / incapacité de travail : ανικανότητα προς εργασία
- inaptitude au service / incapacité de service : υπηρεσιακή ανικανότητα
- avis médical d'inaptitude : ιατρική γνωμοδότηση περί ελλείψεως σωματικής ικανότητας
- incapacité professionnelle / inaptitude professionnelle,inaptitude au travail : επαγγελματική ανικανότητα / επαγγελματική ακαταλληλότητα
- inaptitude à la reproduction : αναπαραγωγική ακαταλληλότητα
- supplement d'inaptitude de travail : συμπλήρωμα λόγω ανικανότητας για εργασία / συμπληρωματική παροχή λόγω ανικανότητας για εργασία
- refus d'engagement pour inaptitude physique : άρνηση προσλήψεως λόγω σωματικής ανικανότητας
Subscribe
0 Comments