Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

inaptitude στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
inaptitude
λέγεται
ιναπτιτύντ
.
inaptitude
σημαίνει στα ελληνικά
ανικανότητα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • inaptitude au travail / incapacité de travail : ανικανότητα προς εργασία
  • inaptitude au service / incapacité de service : υπηρεσιακή ανικανότητα
  • avis médical d'inaptitude : ιατρική γνωμοδότηση περί ελλείψεως σωματικής ικανότητας
  • incapacité professionnelle / inaptitude professionnelle,inaptitude au travail : επαγγελματική ανικανότητα / επαγγελματική ακαταλληλότητα
  • inaptitude à la reproduction : αναπαραγωγική ακαταλληλότητα
  • supplement d'inaptitude de travail : συμπλήρωμα λόγω ανικανότητας για εργασία / συμπληρωματική παροχή λόγω ανικανότητας για εργασία
  • refus d'engagement pour inaptitude physique : άρνηση προσλήψεως λόγω σωματικής ανικανότητας

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments