Εφαρμογή του

incertitude στα ελληνικά
incertitude
λέγεται
ενσερτιτύντ
.
incertitude
σημαίνει στα ελληνικά
αβεβαιότητα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- incertitude : αβεβαιότητα
- incertitude : ασάφεια
- incertitude élargie : διευρυμένη αβεβαιότητα / διευρυμένη αβεβαιότητα μέτρησης
- degré d'incertitude / niveau d'incertitude : στάθμη αβεβαιότητας
- FI / facteur d'incertitude : συντελεστής αβεβαιότητας
- incertitude de phase : αβεβαιότητα φάσης
- incertitude relative : σχετική αβεβαιότητα
- incertitude de mesure : αβεβαιότητα μέτρησης
Subscribe
0 Comments