Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

incrimination στα ελληνικά
incrimination
λέγεται
ενκριμινασιόν
.
incrimination
σημαίνει στα ελληνικά
ενοχοποίηση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- incrimination / criminalisation : ποινικοποίηση
- inculpation / incrimination : ποινικοποίηση
- double incrimination : διττό αξιόποινο
- double incrimination du fait : διττό αξιόποινο της πράξης
- en prévoyant une incrimination de certains comportements racistes ou xénophobes : προβλέποντας τον ποινικό χαρακτηρισμό ορισμένων ρατσιστικών ή ξενοφόβων πράξεων
Subscribe
0 Comments


