Εφαρμογή του

incruster στα ελληνικά
incruster
λέγεται
ενκρυστέ
.
incruster
σημαίνει στα ελληνικά
ενσωματώνω / s’ incruster κολλάω / βολεύομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- anti-tartre / anti-incrustant : ουσία καθαλάτωσης
- anti-tartre / anti-tartrique : αποφραχτικό διάλυμα / αντιαλατικό διάλυμα για τους ατμολέβητες
- bois incrusté : ξυλεία με κολλημένα διακοσμητικά στοιχεία
- linoleum incrusté : ένθετος λινοτάπητας
- cystite incrustée : εφελκιδώδης κυστίτις
- élément incrusté dans le pare-chocs : εξάρτημα προσαρμοσμένο μέσα στον προφυλακτήρα
- éclats de marbrite incrustés dans le ciment : θραύσματα γυαλιού απομίμησης μαρμάρου που εμφυτεύονται στο τσιμέντο
Subscribe
0 Comments