Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

indemne στα ελληνικά
indemne
λέγεται
ενντέμν
.
indemne
σημαίνει στα ελληνικά
αβλαβής / σώος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- zone exempte / zone exempte d’organismes nuisibles : περιοχή ελεύθερη επιβλαβών οργανισμών
- indemne de BVD : απαλλαγμένο από ΙΔΒ
- région indemne d'ESB : περιοχή απαλλαγμένη από ΣΕΒ
- zone indemne d'épizootie : ζώνη απαλλαγμένη από επιζωοτία
- zone indemne d'épizootie : ζώνη απαλλαγμένη επιζωοτίας
- statut «indemne de maladie» / statut «indemne de la maladie» : καθεστώς ελεύθερο νόσου
- cheptel indemne de brucellose : αγέλη απαλλαγμένη από βρουκέλλωση
- statut «indemne de la maladie» : ελεύθερος νόσου
- pays "historiquement indemne" : χώρα ανέκαθεν απαλλαγμένη από τη λύσσα
- cheptel indemne de tuberculose : αγέλη απαλλαγμένη από φυματίωση
Subscribe
0 Comments


