Εφαρμογή του

indéterminé στα ελληνικά
indéterminé
λέγεται
ενντετερμινέ
.
indéterminé
σημαίνει στα ελληνικά
ακαθόριστος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- indéterminé / non-déclaré : μη δηλωθέν / μη δηλώσας
- séjour permanent (Preferred) / résidence permanente (Admitted) : διαμονή αόριστης διάρκειας
- bruit indéterminé : ακαθόριστος αναπνοή
- lèpre indéterminée : ακαθόριστη λέπρα
- TSDI / titre subordonné à durée indéterminée : τίτλος μειωμένης εξασφάλισης αόριστης διάρκειας
- CDI / contrat à durée indéterminée : σύμβαση απασχόλησης αορίστου χρόνου / σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου
- CDI / contrat à durée indéterminée : σύμβαση αορίστου χρόνου
- MI / marche indéterminée : ακαθόριστη πορεία
- à longueur indéterminée : απεριόριστου μήκους
Subscribe
0 Comments