Εφαρμογή του

indispensable στα ελληνικά
indispensable
λέγεται
ενντισπανσάμπλ
.
indispensable
σημαίνει στα ελληνικά
απαραίτητος / αναγκαίος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- Moisson essentielle : Απαραίτητη Συγκομιδή
- frais indispensables : αναγκαία έξοδα
- abris indispensables aux mouvements saisonniers des troupeaux : καταφύγια αναγκαία για τις εποχιακές μετακινήσεις ποιμνίων
Subscribe
0 Comments