Εφαρμογή του

indu στα ελληνικά
indu
λέγεται
ενντύ
.
indu
σημαίνει στα ελληνικά
ακατάλληλος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- indu : ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝΤΑ
- avantage indu : αδικαιολόγητο πλεονέκτημα
- influence indue / influence injustifiée : κατάχρηση επιρροής
- sans délai indu / sans délai excessif : χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση
- répétition de l'indu : επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων
- répétition de l'indu : επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων / επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων πόρων
- répétition de l'indu : αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων
- répétition de l’indu : απαίτηση αχρεωστήτου
- avantage compétitif indu : αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα
Subscribe
0 Comments