Εφαρμογή του

inégalé στα ελληνικά
inégalé
λέγεται
ινεγκαλέ
.
inégalé
σημαίνει στα ελληνικά
άφθαστος / απαράμιλλος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pression inégale : άνιση πίεση
- cornière inégale / cornière à ailes inégales : γωνία χάλυβα με άνισες πλευρές
Subscribe
0 Comments