Εφαρμογή του

inertie στα ελληνικά
inertie
λέγεται
ινερσί
.
inertie
σημαίνει στα ελληνικά
αδράνεια / απραξία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- inertie : αδράνεια
- inertie : αδράνεια / αναλγησία
- filtre à chocs / filtre à inertie : φίλτρο-λαβύρινθος
- onde d'inertie : κύμα αδράνειας
- impact inertiel / impact par inertie : πρόσκρουση αδράνειας
- inertie simulée : προσομοιούμενη αδράνεια
- plage d'inertie : αδράνεια
- rayon d'inertie : ακτίνα αδρανείας
Subscribe
0 Comments