Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

inexpérimenté στα ελληνικά
inexpérimenté
λέγεται
ινεξπεριμαντέ
.
inexpérimenté
σημαίνει στα ελληνικά
άπειρος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
