Εφαρμογή του

infection στα ελληνικά
infection
λέγεται
ενφεξιόν
.
infection
σημαίνει στα ελληνικά
μόλυνση / λοίμωξη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- infection : λοίμωξη
- infection : μόλυνση/λοίμωξη
- infection : καθιζήματα ακαθαρσιών
- cowdriose / heartwater : υδροπικίαση
- babésiose / babésiellose : βαβεσίωση
- cocotte / fièvre aphteuse : αφθώδης πυρετός
- listériase / listériose : λιστερίωση
- fièvre Q : πυρετός Q
- Q fever / fièvre Q : πυρετός Q / πυρετός της Κουηνσλάνδης
- dourine / mal du coït : δουρίνη / τρυπανοσωματίαση των αλόγων
Subscribe
0 Comments