Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

infester στα ελληνικά
infester
λέγεται
ενφεστέ
.
infester
σημαίνει στα ελληνικά
μαστίζω / infesté γεμάτος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- infester : μολύνω
- bois infesté : ξύλο με παράσιτα
Subscribe
0 Comments


