Εφαρμογή του

ingérer στα ελληνικά
ingérer
λέγεται
ενζερέ
.
ingérer
σημαίνει στα ελληνικά
καταπίνω / s’ ingérer αναμειγνύομαι / συνεμπαίνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- métabolisme du plomb inhalé et ingéré : μεταβολισμός του προσλαμβανόμενου με εισπνοή ή κατάποση μολύβδου
Subscribe
0 Comments