Εφαρμογή του

ingrédient στα ελληνικά
ingrédient
λέγεται
ενγκρεντιάν
.
ingrédient
σημαίνει στα ελληνικά
συστατικό
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ingrédient : στοιχείο / συστατικό μόριο
- ingrédient : συστατικό
- ingrédients : συστατικά
- QUID / déclaration quantitative des ingrédients : QUID / ποσοτική αναγραφή των χαρακτηριστικών συστατικών
- DID / base de données sur les ingrédients des détergents : DID / βάση δεδομένων για συστατικά απορρυπαντικών
- ingrédient du mélange : συστατικό μίγματος
- ingrédient alimentaire : συστατικά τροφίμων
- nouvel ingrédient alimentaire : νέο συστατικό τροφίμων
- règlement relatif aux nouveaux aliments / Règlement (CE) n° 258 : Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 258/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιανουαρίου 1997 σχετικά με τα νέα τρόφιμα και τα νέα συστατικά τροφίμων
Subscribe
0 Comments