Εφαρμογή του

inintelligible στα ελληνικά
inintelligible
λέγεται
ινεντελιζίμπλ
.
inintelligible
σημαίνει στα ελληνικά
ακατανόητος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- langage inintelligible : κρυπτοφωνημένη ομιλία
- diaphonie inintelligible : ακατάληπτη διαφωνία / μη αντιληπτή διαφωνία
- composante de diaphonie inintelligible : συνιστώσα μη αντιληπτής διαφωνίας
Subscribe
0 Comments