Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

ininterrompu στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
ininterrompu
λέγεται
ινεντερονπύ
.
ininterrompu
σημαίνει στα ελληνικά
αδιάκοπος / αδιάλειπτος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • coulée enchaînée / coulée séquentielle : χύτευση σε σειρά / διαδοχική χύτευση
  • feu ininterrompu : συνεχές φως
  • repos ininterrompu : συνεχής χρόνος ανάπαυσης
  • alimentation ininterrompue : συνεχής τροφοδοσία
  • essai de fluage ininterrompu : μη διακεκομμένη δοκιμή ερπυσμού
  • période ininterrompue de cinq ans : διάστημα πέντε συνεχών ετών
  • période d'occupation ininterrompue : χρόνος κατάληψης
  • service ininterrompu à charge intermittente : συνεχής περιοδική λειτουργία
  • service ininterrompu à changement de vitesse périodique : συνεχής περιοδική λειτουργία με μεταβολές ταχύτητας
  • service ininterrompu à démarrage et à freinage électrique : συνεχής περιοδική λειτουργία με εκκινήσεις και ηλεκτρικές πεδήσεις

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments